- κτιλώ
- κτιλῶ, -όω (Α) [κτίλος]1. καθιστώ κάποιον ή κάτι ήμερο, ημερώνω, δαμάζω («ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων», Ηρόδ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκτιλωμένοισυνειθισμένοι, συνήθεις».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτίλῳ — κτίλος tame masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)